sosto lathos

Λέξεις και φράσεις που έχουν επικρατήσει να γράφονται και να λέγονται λανθασμένα. Κι όμως…. Η γλώσσα μας είναι αναγκαίο να διασώζεται – να γράφεται και να ομιλείται σωστά. Είναι ο πολιτισμός μας.

ΣΩΣΤΟ

ΛΑΘΟΣ

Α

άγνωστοι αι βουλαί του Κυρίου

άγνωσται αι βουλαί του Κυρίου

αδιακρίτως φύλου

αδιακρίτου φύλου

αδύνατος μαθητής

αδύναμος μαθητής

αθέμιτος ανταγωνισμός

αθέμιτος συναγωνισμός

αθλητίατρος

αθλίατρος

αίρεται η απαγόρευση

άρεται η απαγόρευση

αιφνιδιαστική επίθεση

αιφνίδια επίθεση

αιφνίδιος θάνατος

αιφνιδιαστικός θάνατος

ακαταχώριστος

ακαταχώρητος

ακατονόμαστος

ακατανόμαστος

άκου να μάθεις

άκου να δεις

ακρίβυνα (ακριβαίνω)

ακρίβηνα (ακριβαίνω)

έχω, είχα, θα έχω ακριβύνει

(ακριβαίνω)

έχω, είχα, θα έχω ακριβήνει

(ακριβαίνω)

ακριβείς συνθήκες

ακριβές συνθήκες

αλλιώτικος

αλλοιώτικος

αλοιφή

αλειφή

αμαύρωμα

αμαύρισμα

άμοιρος ευθυνών

άμοιρος από ευθύνες

ανάβαλε (= να αναβάλεις) τη συνάντηση

ανέβαλε (= να αναβάλεις) τη συνάντηση

ανάγγειλέ του

ανήγγειλέ του

αναγνωρισθείσες χώρες

αναγνωρισθέντες χώρες

αναγνωρίσιμοι άνθρωποι

επώνυμοι άνθρωποι

ανάγω

αναγάγω

ανήγα (συνεχώς) <ανάγω

θα ανάγω (συνεχώς) <ανάγω

θα αναγάγω (μία φορά) <ανάγω

θα ανάγω (μία φορά) <ανάγω

ανατεθειμένος

αναθετειμένος

ανάλαβε (= να αναλάβεις) τις ευθύνες σου

ανέλαβε (= να αναλάβεις) τις ευθύνες σου

αναλόγως της προόδου

αναλόγως με την πρόοδο

αναντικατάστατος

αντικατάστατος

αναπαράγω (ανά+ παρά +άγω)

αναπαραγάγω

αναπαρήγαγα (συνεχώς)

θα αναπαράγω (συνεχώς)

ανάπνευσε (= να αναπνεύσεις) βαθιά

ανέπνευσε (= να αναπνεύσεις) βαθιά

ανάπτυξε (= να αναπτύξεις) τα επιχειρήματά σου

ανέπτυξε (= να αναπτύξεις) τα επιχειρήματά σου

ανάστειλε(= να αναστείλεις) την παραίτησή σου

ανέστειλε (= να αναστείλεις) την παραίτησή σου

αναστρέψιμος

αντιστρέψιμος

ανατίθενται

ανατίθονται

ανατολίτικες συνήθειες

ανατολικές συνήθειες

ανάφερε (= να αναφέρεις) σε μένα το γεγονός

ανέφερε (= να αναφέρεις) σε μένα το γεγονός

ανεγείρω οικοδομή

αναγείρω οικοδομή

ανειλημμένες υποχρεώσεις: υποχρεώσεις που έχει αναλάβει κάποιος

ανειλημένες υποχρεώσεις

ανέκαθεν: από την πρώτη αρχή, πάντοτε ( -θεν= από )

από ανέκαθεν, εξ ανέκαθεν

ανενεργός (ανενεργού)

ανενεργοί, ανενεργές, ανενεργά

ανενεργής (ανενεργούς)

ανενεργείς( αρσεν.+ θηλ. ), ανενεργή ( ουδ.)

ανενημέρωτος: ο μη ενημερωμένος

ανημέρωτος: ο μη εξημερωμένος

ανεξάρτητα από τις διαφορές

ανεξάρτητα με τις διαφορές

ανεξαρτήτως αποτελέσματος

ανεξαρτήτως από το αποτέλεσμα

ανεξαρτήτως ηλικίας

ανεξαρτήτου ηλικίας

ανεξαρτήτως ύψους οφειλής

ανεξαρτήτου ύψους οφειλής

ανεξεταστέος

αναξεταστέος

άνευ αγώνος

άνευ αγώνα

ανθρωπινότερος

πιο ανθρωπινότερος

ανταπόδωσέ του το καλό

ανταπέδωσέ του το καλό

αντεπιτίθενται

αντεπιτίθονται

αντίγραψε (= να αντιγράψεις) προσεκτικά το κείμενο

αντέγραψε (= να αντιγράψεις) προσεκτικά το κείμενο

αντίδρασε (= να αντιδράσεις) στις προσβολές

αντέδρασε (= να αντιδράσεις) στις προσβολές

αντικαθιστώ κάτι από κάτι άλλο

αντικαθιστώ κάτι με κάτι άλλο

αντικατάστησέ με

αντικατέστησέ με

αντίκρουσε (= να αντικρούσεις) τις κατηγορίες

αντέκρουσε (= να αντικρούσεις) τις κατηγορίες

αντιλήφθηκα

αντελήφθηκα

αντιπαράβαλε (= να αντιπαραβάλεις) τα γραπτά

αντεπαρέβαλε (= να αντιπαραβάλεις) τα γραπτά

αντιτίθενται

αντιτίθονται

άνωθεν: από πάνω (-θεν= από)

από άνωθεν

αξίζω την προσοχή

αξίζω της προσοχής

άξιζε καλύτερη τύχη

άξιζε καλύτερης τύχης

αξίζει τον έπαινο

αξίζει του επαίνου

απ’ ό,τι

απ’ ότι

απάγω( από+ άγω )

απαγάγω

απήγα (συνεχώς)

θα απάγω (συνεχώς)

θα απαγάγω (μία φορά)

θα απάγω (μία φορά)

απήγαγα, να απαγάγω (μία φορά)

απήγα, να απάγω (μία φορά)

έχω, είχα, θα έχω απαγάγει

έχω, είχα, θα έχω απάγει

απάλλαξέ μας

απήλλαξέ μας

απάντησέ μου

απήντησέ μου

απαράβατο καθήκον

απαραβίαστο καθήκον

απαρχαιωμένος

απαρχειωμένος

απαρχής

απ’ αρχής

απελαύνονται ο μετανάστες

απελάσονται οι μετανάστες

απεναντίας

απ’ εναντίας

απερρίφθησαν

απερρίφθηκαν

απευθείας

απ’ ευθείας

απεύθυνε (= να απευθύνεις) χαιρετισμό

απηύθυνε (= να απευθύνεις) χαιρετισμό

απλός κανόνας

απλούς κανόνας

από θέσεως ισχύος

από θέσης ισχύος

απόβαλε (= να αποβάλεις) το θυμό σου

απέβαλε (= να αποβάλεις) το θυμό σου

απόδωσέ μου δικαιοσύνη

απέδωσέ μου δικαιοσύνη

αποκατέστησα τις σχέσεις μου

απεκατέστησα τις σχέσεις μου

απόκρουσε (= να αποκρούσεις) τις κατηγορίες

απέκρουσε (= να αποκρούσεις) τις κατηγορίες

απόκτησε (= να αποκτήσεις) αυτοπεποίθηση

απέκτησε (= να αποκτήσεις) αυτοπεποίθηση

απομαζοποίηση

απομαζικοποίηση

απονέμω δικαιοσύνη

απονείμω δικαιοσύνη

αποπαίρνω

αποπέρνω

αποπλάνηση ανηλίκου

παραπλάνηση ανηλίκου

απόρριψε (= να απορρίψεις) την πρόταση

απέρριψε (= να απορρίψεις) την πρόταση

απόσπασε (= να αποσπάσεις) την εύνοιά του

απέσπασε (= να αποσπάσεις) την εύνοιά του

αποσυμφόρησα

αποσυμφόρεσα

αποσυμφόρηση

αποσυμφόρεση

αποσυντίθενται

αποσυντίθονται

αποτίνω φόρο τιμής: πληρώνω εξοφλώ φόρο τιμής

αποτείνω φόρο τιμής, αποτιμώ φόρο τιμής

απότρεψε (= να αποτρέψεις) τα χειρότερα

απέτρεψε (= να αποτρέψεις) τα χειρότερα

απόφευγε (=να αποφεύγεις) τις κακοτοπιές

απέφευγε (= να αποφεύγεις) τις κακοτοπιές

αποφράς ημέρα: καταραμένη μέρα

άρα

άρα λοιπόν

αρίστης ποιότητος, άριστης ποιότητας

αρίστης ποιότητας

αρκετά μεγάλο ποσό

αρκετό μεγάλο ποσό

του άρρωστου οργανισμού

του αρρώστου οργανισμού

ο οργανισμός του αρρώστου

ο οργανισμός του άρρωστου

ασανσέρ: ανελκυστήρας

ανσανσέρ

ασθματικός

ασματικός

αυτολεξεί

αυτολεξί

αφότου

αφ’ ότου

Β

βαίνω κατά κρημνών: βαδίζω στην καταστροφή

βαίνω κατά κρημνόν

έβαλλα (συνεχώς)

θα βάλλω (συνεχώς)

θα βάλω (μία φορά)

θα βάλλω (μία φορά)

έβαλα, να βάλω (μία φορά)

έβαλλα, να βάλλω (μία φορά)

έχω, είχα, θα έχω βάλει

έχω, είχα, θα έχω βάλλει

βαμμένος

βαμένος

βάσει: με βάση

βάσει του άρθρου

βάση του άρθρου

βάσει αυτών

βάση με αυτά

επί τη  βάσει του νόμου

επί τη βάση του νόμου

βοηθουσών των συνθηκών

βοηθούντων των συνθηκών

βραβεύτηκαν οι εισαχθέντες

βραβεύτηκαν οι εισακτέοι

Γ

 

γενετικό υλικό

γεννητικό υλικό

Γης Μαδιάμ: τόπος καταστροφής, μεγάλη καταστροφή, άνω-κάτω, θρύψαλα

Γης Μαριάμ

γκανγκστερικός

γκαγκστερικός

γλυπτά του Παρθενώνα

μάρμαρα του Παρθενώνα

γνωστοί άνθρωποι

επώνυμοι άνθρωποι

γράψε μού το

γράψε μου το

γρηγορότερα

πιο γρηγορότερα

Δ

 

δαμόκλειος σπάθη: επαπειλούμενος κίνδυνος

δαμόκλιος σπάθη

δεδομένα

δεδόμενα

οι υπάλληλοι της ΔΕΗ

οι υπάλληλοι της ΔΕΗΣ

δεκαπενταμελής, ο, η

το δεκαπενταμελές

η δεκαπενταμελή

του, της δεκαπενταμελούς

του, της δεκαπενταμελή (δεκαπενταμελές)

δεν έχει πού την κεφαλήν κλίνη: δεν έχει που να γείρει το κεφάλι

δεν έχει που την κεφαλήν κλίναι

υπέρ το δέον: περισσότερο από το πρέπον

υπέρ του δέοντος

δευτέρας ποιότητος, δεύτερης ποιότητας

δευτέρας ποιότητας

δημιουργήστε (= να δημιουργήσετε)

δημιουργείστε (= να δημιουργήσετε)

δημιουργός πολιτισμού

δημιουργητής πολιτισμού

Δήμος Αθηναίων

Δήμος Αθήνας

Δημωφελής, ο, η (το δημωφελές): ο ωφέλιμος στο λαό

δημοφελής, η δημωφελή

διά βοής

διά βουής

διά της εις άτοπον απαγωγής

διά της ατόπου απαγωγής

διαβάλλω (διά + βάλλω)

διέβαλλα (συνεχώς)

θα διαβάλλω (συνεχώς)

θα διαβάλω (μία φορά)

θα διαβάλλω (μία φορά)

διέβαλα, να διαβάλω (μία φορά)

διέβαλλα, να διαβάλλω (μία φορά)

έχω, είχα, θα έχω διαβάλει

έχω, είχα, θα έχω διαβάλλει

διαβίβασε τις ευχές μου

διεβίβασε τις ευχές μου

διάθεσε σωστά το χρόνο σου

διέθεσε σωστά το χρόνο σου

διακαής, ο, η (το διακαές): ο θερμός

η διακαή

διακεκομμένος

διακεκομένος

διακίνηση

παρατηρείται διακίνηση

παρατηρείται κινητικότητα

διακομιδή του αρρώστου ή του τραυματία στο νοσοκομείο

μετακομιδή του αρρώστου ή του τραυματία στο νοσοκομείο

διακυβερνάται η χώρα

διακυβερνείται η χώρα

διαλανθάνω την προσοχή κάποιου: ξεφεύγω από την προσοχή κάποιου

διαλανθάνω της προσοχής κάποιου

διαλευκαίνω

διελευκαίνω

διαλεύκανση

διελεύκανση

διάλυσε (= να διαλύσεις) τη συγκέντρωση

διέλυσε (= να διαλύσεις) τη συγκέντρωση

διαμαρτύρηση της συναλλαγματικής

διαμαρτυρία της συναλλαγματικής

διανέμω =  μοιράζω

διανείμω

οι διαπιστωθείσες παραλήψεις

οι διαπιστωθέντες παραλήψεις

των διαπιστωθεισών ζημιών

των διαπιστωθέντων ζημιών

διαπιστώθηκε

διεπιστώθηκε

το θέμα διέρρευσε από την κυβέρνηση

η κυβέρνηση διέρρευσε το θέμα

διαρρέει η είδηση

διαρρέεται η είδηση

διάσημοι άνθρωποι

επώνυμοι άνθρωποι

διάταξε (= να διατάξεις) επίθεση

διέταξε (= να διατάξεις) επίθεση

διατίθενται

διατίθονται

διατεθειμένος

διαθετειμένος, διατεθημένος

οι διατεθείσες ποσότητες

οι διατεθέντες ποσότητες

διατύπωσε επιφυλάξεις

διατύπωσε επιφυλακές

διαφεύγω την προσοχή

διαφεύγω της προσοχής

διαφυγόν κέρδος

διαφυγών κέρδος

διαφυγόντα κέρδη

διαφυγόν κέρδη

οι διενεργηθείσες έρευνες

οι διενεργηθέντες έρευνες

των διενεργηθεισών ερευνών

των διενεργηθέντων ερευνών

διεξήγα (συνεχώς)

θα διεξάγω (συνεχώς)

θα διεξαγάγω (μία φορά)

θα διεξάγω (μία φορά)

διεξήγαγα, να διεξαγάγω (μία φορά)

διεξήγα, να διεξάγω (μία φορά)

οι διεξαχθείσες εξετάσεις

οι διεξαχθέντες εξετάσεις

των διεξαχθεισών μαχών

των διεξαχθέντων μαχών

διεύρυνση

διεύρυνση του εύρους

κατά το δοκούν: κατά τη γνώμη κάποιου, όπως φαίνεται σωστό σε κάποιον, αυθαίρετα

Ε

εγγυώνται

εγγυούνται

εγείρει ερωτήματα

ανεγείρει ερωτήματα

εγκατάλειψέ το

εγκατέλειψέ το

εισβάλλω (εις + βάλλω)

εισέβαλλα (συνεχώς)

θα εισβάλλω (συνεχώς)

θα εισβάλω (μία φορά)

θα εισβάλλω (μία φορά)

εισέβαλα, να εισβάλω (μία φορά)

εισέβαλλα, να εισβάλλω (μία φορά)

οι κεντρικές είσοδοι

οι κεντρικοί είσοδοι

είσπραξε

εισέπραξε

εκ γενετής

εκ γεννητής, εκ γεννετής

εκ πρώτης όψεως

εκ πρώτης άποψης

εκ των ων ουκ άνευ: απαραίτητη προϋπόθεση

εκ των ουκ άνευ

το έλασσον θέμα

το ελάσσον θέμα

τα ελάσσονα θέματα

τα έλασσον θέματα

ελαφρά τη καρδία: επιπόλαια

με ελαφρά τη καρδία

έλεγξε (= να ελέγξεις) τα κείμενά σου

ήλεγξε (= να ελέγξεις) τα κείμενά σου

 ελλείψει αποδείξεων

ελλείψη αποδείξεων

εν βρασμώ ψυχής

εν αναβρασμώ ψυχής

εν γένει

εν γένη

εν μια νυκτί

εν μία νυκτί

εν πάση περιπτώσει

εν πάσει περιπτώσει

εν τω γεννάσθαι

εν τω γενέσθαι

εν τω γίγνεσθαι

εν τω γενέσθαι

εν χορδαίς και οργάνω

εν χορδαίς και οργάνοις

ενάμισης

ενάμισυς

ενάμισι

ενάμιση

ενεπλάκη σε συμπλοκή

ενεπλάκηκε σε συμπλοκή

ενεργώ επί σκοπόν

ενεργώ επί σκοπού

έντονα άσκοπη ενέργεια

έντονη άσκοπη ενέργεια

ενώ

ενώ αντίθετα

ενώπιος ενωπίω: πρόσωπο με πρόσωπο

ενώπιος ενωπίου

ενώπιοι ενωπίοις

ενώπιοι ενωπίων

εξάγω (εξ+ άγω)

εξαγάγω

εξήγα (μία φορά)

θα εξαγάγω (μία φορά)

θα εξάγω (μία φορά)

θα εξάγω (συνεχώς)

εξήγαγα, να εξαγάγω (μία φορά)

εξήγα, να εξάγω (μία φορά)

εξαίρω

εξάρω

εξαίφνης

εξ αίφνης

εξάλλου

εξ άλλου

εξαπέλυσαν καταδίωξη

εξαπέλυσαν ανθρωποκυνηγητό

εξαπίνης: ξαφνικά

εξαπήνης

εξαρχής

εξ αρχής

εξεδηλώθη, εκδηλώθηκε

εξεδηλώθηκε

εξελέγη

εξελέγηκε

εξέλιπαν τα προβλήματα

εξέλειψαν τα προβλήματα

εξέλιπεν ο κίνδυνος

εξέλειπε ο κίνδυνος

εξέρχομαι από το γήπεδο

εξέρχομαι του γηπέδου

οι εξετασθείσες γυναίκες

οι εξετασθέντες γυναίκες

των εξετασθεισών περιπτώσεων

των εξετασθέντων περιπτώσεων

εξέτισε την ποινή: εκτέλσε την ποινή

έκτισε την ποινή

εξήντα ενός ετών

εξήντα ενός έτους

επανάλαβε (= να επαναλάβεις) όσα άκουσες

επανέλαβε  (= να επαναλάβεις) όσα άκουσες

επανάφερε (= να επαναφέρεις) την τάξη

επανέφερε (= να επαναφέρεις) την τάξη

επί θύραις: στην πόρτα, πολύ κοντά

επί θύρας

επί ξυρού ακμής: στην κόψη του ξυραφιού, σε κρίσιμο σημείο

επί ξηρού ακμής

επί τα βελτίω, επί το βέλτιον: προς το καλύτερο

επί τα βέλτιον, επί τα βελτίον

επί τη βάσει

επί τη βάση

επί τη ευκαιρία

επί την ευκαιρία

επί τούτω: για το συγκεκριμένο σκοπό

επί τούτο

επίβαλε (= να επιβάλεις) ησυχία

επέβαλε (= να επιβάλεις) ησυχία

επιβαλλόταν ως προϊστάμενος

επιβάλλονταν ως προϊστάμενος

επιβατηγό πλοίο

επιβατικό πλοίο

επιβλήθηκε πρόστιμο

επεβλήθηκε πρόστιμο

επιδέχεται βελτίωση

επιδέχεται βελτίωσης

επιδέχεται πολλές ερμηνείες

επιδέχεται πολλών ερμηνειών

επιζώσα γυναίκα

επιζούσα γυναίκα

επικεφαλής (ο, η, το)

επί κεφαλής

του, της επικεφαλής

του, της επικεφαλή

οι επικεφαλής

οι επικεφαλείς

το επικρατούν σύστημα

το επικρατόν σύστημα

επικυρώνω το εισιτήριο

ακυρώνω το εισιτήριο

επίμεινε (=να επιμένεις) στις απαιτήσεις σου

επέμεινε (= να επιμένεις) στις απαιτήσεις σου

επιστάμενες έρευνες

επισταμένες έρευνες

επίστρεφε (=να επιστρέφεις) στον τόπο σου

επέστρεφε (=να επιστρέφεις) στον τόπο σου

επίστρεψε (=να επιστρέψεις) στη θέση σου

επέστρεψε (=να επιστρέψεις) στη θέση σου

επιστροφή χρημάτων

επίστρεψη χρημάτων

επιτέθηκαν

επετέθηκαν

επιτιμάται

επιτιμείται

εποπτεύω τις εργασίες

εποπτεύω των εργασιών

εργαζόταν μόνος του

εργάζονταν μόνος του

του εργαζόμενου λαού

του εργαζομένου λαού

η απεργία των εργαζομένων

η απεργία των εργαζόμενων

εταιρεία

εταιρία

εφεύρεση του τηλεφώνου

ανακάλυψη του τηλεφώνου

εφιστώ την προσοχή κάποιου: επισύρω την προσοχή κάποιου, ειδοποιώ κάποιον να προσέξει

επιστώ την προσοχή κάποιου

έχει συνέπεια την αποτυχία (την ήττα)

έχει σαν συνέπεια την αποτυχία (την ήττα)

έχω τη γνώμη

έχω την αίσθηση

Η

η σορός

η σωρός

η υπ’ αριθμόν ένα

η υπ’ αριθμόν μία

ήγγικεν η ώρα: έχει πλησιάσει η ώρα

ήγκικεν η ώρα

ηλίου φαεινότερον: πιο λαμπερό από τον ήλιο

ηλίου φωτεινότερο

κατά το μάλλον ή ήττον: πάνω-κάτω, λίγο-πολύ, οπωσδήποτε

κατά το μάλλον και ήττον

Θ

θεαματική βελτίωση της υγείας

ραγδαία βελτίωση της υγείας

θυσία ζωής

θυσίαση ζωής

Ι

ινκόγκνιτο: κρυφά, μυστικά, ιδιωτικά

ιγκόγκνιτο

ιοβόλος όφις: φαρμακερό φίδι

Κ

καθ’ ομοίωσιν

κατ’ ομοίωσιν

καθένας

καθ’ ένας

καθεστηκυία τάξη: άρχουσα τάξη

καθιστά το άτομο

καταστά το άτομο

κακέκτυπο: αυτό που δεν τυπώθηκε καλά

καχέκτυπο

κακή ψυχική διάθεση

κακή ψυχολογία

κατ’ εικόνα

καθ’ εικόνα

κατά κρημνών: στην καταστροφή

κατά κρημνόν

κατάβαλε (=να καταβάλεις) κάθε προσπάθεια

κατέβαλε (=να καταβάλεις) κάθε προσπάθεια

καταβαλλόταν ο μισθός

καταβάλλονταν ο μισθός

καταγγελτικός λόγος

καταγγελικός λόγος

κατάγραψε (=να καταγράψεις) το εμπόρευμα

κατέγραψε (=να καταγράψεις) το εμπόρευμα

κατάθεσε (=να καταθέσεις) τις απόψεις σου

κατέθεσε (=να καταθέσεις) τις απόψεις σου

καταλεπτώς: λεπτομερειακά

καταλεπτός

κατάληξε (=να καταλήξεις) σε απόφαση

κατέληξε (=να καταλήξεις) σε απόφαση

κλασικός

κλασσικός

κληροδότησα σε

κληρονόμησα σε

κληρονόμησα από

κληροδότησα από

κλιματικές αλλαγές

κλιματιστικές αλλαγές

κλίνω

να, θα κλίνω το ρήμα

να, θα κλίσω το ρήμα

κ. λπ.

κ. λ. π.

κοινοτοπία: λόγος ή σκέψη χωρίς πρωτοτυπία

κοινοτυπία

κοινωνικές παράμετροι

κοινωνικοί παράμετροι

κομπλιμέντο: φιλοφρόνηση

κοπλιμέντο

κομφούζιο: αναστάτωση, ακαταστασία

κονφούζιο

κονσόρτσιουμ: σύμπραξη επιχειρήσεων

κονσόρτισουμ

κτήριο

κτίριο (σχολική γραφή)

κτηριακές εγκαταστάσεις

κτιριακές εγκαταστάσεις

οι κυβερνώντες

οι κυβερνούντες

του κυβερνώντος κόμματος

του κυβερνούντος κόμματος

κυρίως: προπαντός, ιδιαίτερα, κατά πρώτο λόγο, πρώτιστα

κύρια

Λ

λάθε βιώσας: ζήσε χωρίς να προβάλλεσαι

λάθρα βιώσας

η λανθασμένη ενέργεια

η λάθος ενέργεια

λάτρεις μεγάλοι (του τόπου μας)

λάτρες μεγάλοι (του τόπου μας)

λεφτά: χρήματα

λεπτά

λιγοστέψαμε τα λάθη μας

βελτιώσαμε τα λάθη μας

λόγου χάρη (χάριν) (λ. χ.) = για παράδειγμα

λόγω χάρη (χάριν)

Λυκαβηττός

Λυκαβητός

λυπηρό φαινόμενο

λυπητερό φαινόμενο

Μ

μαζοποίηση

μαζικοποίηση

μακρόθεν: από μακριά (-θεν= από, εκ)

εκ του μακρόθεν

μαρξική ανάλυση

μαρξιστική ανάλυση

μαρξική θεωρία

μαρξιστική θεωρία

μέγα πρόβλημα

μείζον πρόβλημα

μεγέθυνση

μεγένθυση

μεγεθύνω

μεγενθύνω

μετά μεσημβρίαν (μ. μ.)

μετά μεσημβρίας

μετά Χριστόν (μ. Χ.)

μετά Χριστού

μετάφερε (=να μεταφέρεις) το φορτίο

μετέφερε (=να μεταφέρεις) το φορτίο

μετεξεταστέος

μεταξεταστέος

μετέρχομαι όλους τους τρόπους

μετέρχομαι όλων των τρόπων

μέχρις αποδείξεως του εναντίου: μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο

μέχρις αποδείξεως του εναντίον

της μιας

της μίας

στη μία η ώρα

στις μία η ώρα

φύρδην μίγδην: εντελώς ανακατωμένα, σε μεγάλη αναστάτωση

μονογονεϊκή οικογένεια

μονογονική οικογένεια

μονομελούς Πρωτοδικείου

μονομελές Πρωτοδικείου

μπαγκέτα

μπαγκέττα, μπαγγέτα

μπάσκετ μπολ

μπάσκετ μπωλ

μπίρα

μπύρα

μπολ

μπωλ

Ν

του Ν.Α.Τ.Ο.

του ΝΑΤΟΥ

ντους

ντουζ

ντουσιέρα

ντουζιέρα

Ο

ο Διονύσιος Σολωμός

ο Διονύσιος ο Σολωμός

ο λανθασμένος άνθρωπος στη λανθασμένη θέση

ο λάθος άνθρωπος στη λάθος θέση

ο περί ου ο λόγος: αυτός για τον οποίο γίνεται λόγος

ο περί όν ο λόγος

ο υπογεγραμμένος, ο υπογραφόμενος

ο κάτωθι υπογεγραμμένος

οδός Μάρνη

οδός Μάρνης

οι στύλοι του Ολυμπίου Διός

οι στήλες του Ολυμπίου Διός

οικονομικοτεχνική μελέτη

οικονομοτεχνική μελέτη

ομοσπονδιοποίηση

ομοσπονδοποίηση

οπλικά συστήματα

οπλιτικά συστήματα

οπτικοακουστικά μέσα

οπτοακουστικά μέσα

ορθολογικά

ορθολογιστικά

ορθολογικός έλεγχος

ορθολογιστικός έλεγχος

όσον αφορά

ως αφορά

ό, τι (αναφορικό) θες

ότι (ειδικό) θες

οτιδήποτε

ο,τιδήποτε

Π

πάγωμα χρεών

παγοποίηση χρεών

παλαιόθεν: από παλιά (-θεν = από)

από παλαιόθεν

παλιγγενεσία

παλιγγεννεσία

παμψηφεί

παμψηφί

πανδημεί: με συμμετοχή όλου του λαού

πανδημί

παρ’ όλα αυτά

παρόλα αυτά, παρ’ όλα αυτά όμως

παρά τω Πρωθυπουργώ: πλάι στον πρωθυπουργό

παρά τον πρωθυπουργό

παραβαίνω όρους: αθετώ, δεν τηρώ όρους

παραβιάζω όρους

παράβαλε (=να παραβάλεις) τα δύο κείμενα

παρέβαλε (=να παραβάλεις) τα δύο κείμενα

παράγγειλε (=να παραγγείλεις) και για μένα

παρήγγειλε (=να παραγγείλεις) και για μένα

παραδοθείτε

παραδοθήτε

παράδωσε (=να παραδώσεις) τα όπλα σου

παρέδωσε (=να παραδώσεις) τα όπλα σου

παράθεσε (=να παραθέσεις) τα επιχειρήματά σου

παρέθεσε (=να παραθέσεις) τα επιχειρήματά σου

παραιτήθηκα

με παραίτησαν

παρακμή του πολιτισμού

παράκμαση του πολιτισμού

παραοικονομία

παροικονομία

παραπλανάται ο κόσμος

παραπλανιέται ο κόσμος

παραπλανώ τον κόσμο

αποπλανώ τον κόσμο

παρεισφρέω: εισέρχομαι ή εισάγομαι από λάθος σε κάποιο χώρο ή σε κάποιο σύνολο με κακό σκοπό

παρεισφρύω

παρείσφρηση: είσοδος ή εισαγωγή από λάθος σε κάποιο χώρο ή σε κάποιο σύνολο με κακό σκοπό

παρείσφρυση

παρελαύνω: κάνω παρέλαση

παρελάζω

παρεμπιπτόντως: επ’ ευκαιρία, κατά παρέκκλιση από το κύριο θέμα, εκτός θέματος

παρεπιπτόντως

παρεξήγηση

παραξήγηση

παρεξηγώ

παραξηγώ

παρονομαστής

παρανομαστής

πάρτι, το

πάρτυ

πάση θυσία: με κάθε θυσία

πάσει θυσία

περίβαλε (=να περιβάλεις) με στοργή τους γονείς σου

περιέβαλε (=να περιβάλεις) με στοργή τους γονείς σου

περιβαλλοντική μελέτη

περιβαντολογική μελέτη

περιβαλλοντολογικός

περιβαντολογικός

περιβαλλοντολόγος

περιβαντολόγος

περιέχω

περιέχω μέσα

περιηγούμαι όλη τη χώρα

περιηγούμαι σε όλη τη χώρα

περιθάλπω

περιθάλπτω

περισσότεροι

πιο περισσότεροι

περισύλλεξε (=να περισυλλέξεις) ό, τι απέμεινε

περισυνέλεξε (=να περισυλλέξεις) ό, τι απέμεινε

πετρελαϊκός

πετρελαιικός

πιλοτή (πολυκατοικίας)

πυλωτή (πολυκατοικίας)

πιτζάμα

πυτζάμα, μπυτζάμα

πνέει τα λοίσθια: ψυχομαχεί, είναι στα τελευταία του

πνέει τα ολοίσθια

πνευμονολόγος

πνευμονιολόγος

ο απλός πολίτης

ο μέσος πολίτης

πολλά οφέλη

πολλαπλά οφέλη

με πολλή αγάπη (χαρά, δουλειά, πίεση)

με πολύ αγάπη (χαρά, δουλειά, πίεση)

πολύ μεγάλη κίνηση

πολλή μεγάλη κίνηση

πολυσχιδής η προσωπικότητά του

πολυσχιδή

πόσο πολλοί

πόσοι πολλοί

πόσο πολλές

πόσες πολλές

πραγματικά άτοκες δόσεις

πραγματικές άτοκες δόσεις

προ μεσημβρίας (π. μ.)

προ μεσημβρίαν

προ Χριστού (π. Χ.)

προ Χριστόν

προγεννητικός έλεγχος

προγενετικός έλεγχος

πρόγνωση του καιρού

πρόγνωση για τον καιρό

πρόγραμμα σταθεροποίησης της οικονομίας

πρόγραμμα σταθερότητας της οικονομίας

προηγουμένως άκουσα

προηγούμενα άκουσα

προπαντός

προ παντός, προπαντώς

προς στιγμή

προς στιγμής

προσδοκάς

προσδοκείς

προσδοκώνται κέρδη

προσδοκούνται κέρδη

Ρ

ραγδαία επιδείνωση της υγείας

θεαματική επιδείνωση της υγείας

ρίχνει χαλάζι

ρίχνει χαλαζόπτωση

Σ

σαρδόνιος γέλως (σαρδόνιο γέλιο): σαρκαστικό γέλιο

σαρδώνειος  γέλως

σιβυλλικός: προφητικός, αινιγματικός, μυστηριώδης

σιβυλικός

σισύφειο έργο: ακατόρθωτο έργο

σισύφιο έργο

σολομώντεια λύση: λύση που να ικανοποιεί όλους, μέση λύση

σολωμόντια λύση

στη μία η ώρα

στις μία η ώρα

συνέπηξαν κοινωνίες

συνέπτυξαν κοινωνίες

συνεχιζόμενη ανάπτυξη

συνεχόμενη ανάπτυξη

συνήλθε το συμβούλιο

συνήρθε το συμβούλιο

συνονθύλευμα: συνένωση ανόμοιων πραγμάτων

συνοθύλευμα

συρρίκνωση της Ελλάδας

συρρίκνωση του ελληνισμού

Τ

τα γλυπτά του Παρθενώνα

τα μάρμαρα του Παρθενώνα

τις οίδε: ποιος ξέρει

τις είδε

το εξιτήριο του αρρώστου

το εξιτήριο του άρρωστου

τόσο πολλή ανάγκη

τόση πολλή ανάγκη

τόσο πολύς κόσμος

τόσος πολύς κόσμος

του δεκαπενταμελούς

του δεκαπενταμελές

επί τούτου: πάνω σ’ αυτό, επ’ αυτού, επίτηδες

επί τούτου: ειδικά γι’ αυτό

επί τούτω: ειδικά γι’ αυτό

επί τούτω: πάνω σ’ αυτό

προς τούτο: για το σκοπό αυτό

προς τούτο: προς αυτό

προς (επί) τούτοις: επιπλέον, επιπροσθέτως

τροχάδην: τρέχοντας, πολύ γρήγορα

επί τροχάδην

Υ

 

υπόγραψε (=να υπογράψεις) εδώ

υπέγραψε (=να υπογράψεις) εδώ

ο υπογεγραμμένος, ο υπογραφόμενος

ο κάτωθι υπογεγραμμένος

υπόγραψε (=να υπογράψεις) την αίτησή σου

υπέγραψε (=να υπογράψεις) την αίτησή σου

υπόψη (υπ’ όψιν)

υπόψει

Φ

φύρδην μίγδην: ανακατωμένα, σε μεγάλη ακαταστασία

φύρδην μίρδην 

Χ

χαίρομαι, διότι (γιατί)

χαίρομαι ότι

χαίρω, διότι (γιατί)

χαίρω ότι

χάσμα γενεών

χασμισμός γενεών, χάσμα γενών

χρειώδη, τα: τα αναγκαία, απαραίτητα

τα χρεώδη

Ψ

ψυχαγωγία

ψυχαγώγηση

Ω

ωστόσο: και όμως, εντούτοις

ωστόσο όμως